ηλιαστήριο

ηλιαστήριο
το (Α ἡλιαστήριον) [ηλιάζω]
νεοελλ.
ιατρ. ειδικό διαμέρισμα θεραπευτηρίου ή νοσοκομείου που προορίζεται για τους ασθενείς που έχουν ανάγκη ηλιοθεραπείας
αρχ.
1. τόπος όπου λιάζεται κάποιος
2. πάπ. τόπος όπου με λιάσιμο ξηραίνονται καρποί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”